• Ο ΝΙΚΟΣ ΚAZAΝTZAKHΣ ΜΟΥ |
• Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ |
• ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ |
• ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ «ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ» |
• Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ |
• 40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥ |
• ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ |
• ΤΡΕΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ |
• Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ Η ΚΡΗΤΗ |
• Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ |
• Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ |
• Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ ΤΟ 1941 |
• ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΜΟΡΙΑ, ΕΝΑ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ ΔΡΩΜΕΝΟ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ |
• ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ |
• Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΟΣ |
• Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΗΤΑΝ ΠΡΟΤΥΠΟ ΥΨΗΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΑΙΟΥ ΑΝΔΡΑ |
• Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ |
• ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ |
• Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΜΙΑΣ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ |
• Η ΒΟΥΝΟΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ |
• Η ΚΥΠΡΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ |
• Ο ΙΣΤΡΑΤΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ |
• ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: ΕΝΑΣ ΜΟΡΕΝΙΚΟΣ ΟΜΑΔΙΚΟΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ |
• ΙΑΠΩΝΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ |
• ΕΝΔΟΨΥΧΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ |
• Η ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ. ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ |
• ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ, Ο ΧΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ |
• ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ-ΓΚΡΕΚΟ: Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΫΠΕΡΒΑΣΗΣ |
Το πιο µεγάλο πνεύµα της σηµερινής Ελλάδας, το ακέραιο κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής δόξας κι ο αληθινός πατριάρχης της ελληνικής λογοτεχνίας, ο προοδευτικός κι ο οδηγός καινούριων ιδεών και συλλήψεων — ο Νίκος Καζαντζάκης. Θρηνούµε πικρά, βαθιά, τον ξαφνικό θάνατο ενός τέτοιου ανθρώπου —θρηνώ εγώ έναν από τους πιο ακριβούς µου φίλους— µα χαιρόµαστε που θα ζήσει, πάντα στα έργα του, που φέρνουν τη σφραγίδα του σπινθηροβόλου πνεύµατός του.
Τα έργα του Καζαντζάκη είναι αµέτρητα. Είταν ο πιο µεγάλος δουλευτής. Θαµάζοµε ό,τι έγραψε και µας έδωσε: µια γιγάντια εποποιία, δεκαπέντε τραγωδίες, έξι ταξιδεύοντας, εφτά µυθιστορήµατα, µεταφράσεις του Οµήρου, του ∆άντε, του Γκαίτε, του Σαίξπηρ, του Νίτσε κι αρίφνητα άρθρα και µελέτες σε περιοδικά κ’ εφηµερίδες. Ξεδίπλωσε µιαν υπεράνθρωπη εργατικότητα, απαρνούµενος όχι τα καλά του βίου µα τα παραπανίσια του βίου. Αφιέρωσε όλη του τη ζωή σέ έργα που µονάχα αυτά του έδιναν ευτυχία κ’ ησυχία ψυχική, δεν είχε άλλη φιλοδοξία παρά να εκφράσει την ψυχή του σε λόγια. «∆ουλεύω πολύ, µέρα νύχτα, µάχοµαι µε την πολλή δουλειά να ξεχάσω µια στιγµή τόν πόνο του κόσµου», µου έγραφε πολλές φορές. ΄Οταν ήταν άρρωστος εδούλευε διπλά, σα να ήθελε να νικήσει την αρρώστια µε την ένταση της δηµιουργικής ορµής. «Πρώτη φορά στη ζωή µου», µου έγραφε από το Βισύ στη Γαλλία, στα 1949, «δοκίµασα τι θα πει τεµπελιά˙ πρώτη φορά πρόσεξα πως υπάρχει σώµα και πως να το προσέχοµε, όχι για χατήρι του παρά για χατήρι της ψυχής που κουβαλάει πάνω στους ώµους του». Μα όταν έφυγε από το σπίτι του δεν είταν µονάχος˙ η πιστή του γυναίκα, µε µιαν αφοσίωση που είναι απαραδειγµάτιστη, τον ακολουθούσε πάντα και τον πρόσεχε. Και πάντα είχε µαζί του βιβλία, βιβλία —κυρίως του ∆άντε— και διάβαζε, διάβαζε να πλουτίσει το πνεύµα του µέ τ’ αριστουργήµατα της παγκόσµιας λογοτεχνίας. Τα έργα του Καζαντζάκη, µε την ωριµότητα, τη δύναµη και τον πλούτο τους, µας λυτρώνουν από τη βιβλιοπληµµύρα της µετριότητας αυτών των ηµερών. Είναι γραµµένα µε αγάπη, µε τις βαθύτατες αισθήσεις της ψυχής του ανθρώπου, µε ειλικρινή πεσιµισµό, µα και συνάµα µ’ ελπίδες στη ζωντάνια του πνεύµατος, µε οξύτητα παρατηρητική του µέσα και του έξω ανθρώπου, µε εποπτεία του κόσµου από τα ψηλά κι από τα χαµηλά. Οι σκέψεις του είναι κυβερνηµένες από την υπεύθυνη αγωνία του δηµιουργού που ζητάει την τελειότητα – που την απόκτησε. Ο πνευµατικός αγώνας του Καζαντζάκη δεν µπορεί ν’ αναλυθεί σε λίγες σελίδες. ΄Ενιωθε σε κάθε άνθρωπο την ανήλεη πάλη ανάµεσα στο πνεύµα και τη σάρκα. «Μέσα µου», µου έγραφε µια φορά, «παµπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάµεις του Πονηρού˙ µέσα µου παµπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες φωτερές δυνάµεις του Θεού: κ’ η ψυχή µου είναι η παλαίστρα, όπου οι δυό στρατοί χτυπιούνται και σµίγουν». Κατά τη σύλληψη του Καζαντζάκη κάθε άνθρωπος είναι «θεάνθρωπος», σάρκα και πνεύµα· και για τούτο θεώρησε το µυστήριο του Χριστού όχι µονάχα σα µυστήριο µιας ωρισµένης θρησκείας, παρά και σαν ένα πανανθρώπινο µυστήριο.
Στους ανθρώπους, που έχουν καρφωµένα τα µάτια τους στο ανώτατο χρέος, η πάλη ανάµεσα στη σάρκα και στο πνεύµα µπορεί να βαστάξει ως το θάνατο. ΄Ηθελε ο Καζαντζάκης ν’ ακολουθήσει τις θείες δυνάµεις µέσα του, ν’ ακολουθήσει το Χριστό, να ζήσει τον αγώνα του, πώς θυσίασε τις µεγάλες και τις µικρές χαρές του ανθρώπου κι ανέβηκε από θυσία σε θυσία στην κορφή της άθλησης, στο Σταυρό. Ο Καζαντζάκης ήθελε να δείξει πως δεν έπρεπε ο αγωνιζόµενος άνθρωπος να φοβάται τον πόνο, τον πειρασµό και το θάνατο, γιατί όλα αυτά µπορεί να νικηθούν. Ας µου επιτραπεί να θυµηθώ ότι µια φορά είπε ο ίδιος: «Ο Σταυρωµένος Χριστός, δηλαδή ο Σταυρωµένος άρτιος άνθρωπος, τη στιγµή που σταυρώνεται, νιώθει ανεκλάλητη χαρά, γιατί ξέρει πως η σταύρωση είναι ο µόνος δρόµος της ανάστασης». Kι αυτός ο δρόµος είναι ο ανήφορος γεµάτος θυσίες — θυσίες που συνάµα είναι απανωτή ανάσταση. Ο ήρωας του βιβλίου Ο Χριστός ξανασταυρώνεται πεθαίνει για ν’ αναστηθεί στην καρδιά των φίλων του. Το κύριο θέµα του Καζαντζάκη είναι η µορφή του Χριστού, «που ολοένα σταυρώνεται», η τόσο µυστηριώδης και πραγµατική ενότητα του θεού µε τον άνθρωπο, αυτή η τόσο ανθρώπινη κ’ υπερανθρώπινη νοσταλγία της συµφιλίωσης του θεού και του ανθρώπου στο ύψιστο επίπεδο όπου µπορεί ν’ ανυψωθεί ένα ον.
Μα ο Καζαντζάκης είταν και ποιητής, το πνεύµα του τρεφόταν από µύθους, φήµες κι ακούσµατα. Είταν οµηρικός µε την ατµόσφαιρα των άστρων, των χαραµάτων, όλων των χρωµάτων της Μεσογείου των µύθων και των θαυµάτων, µιαν ατµόσφαιρα ποιήσεως, ηρωισµού, σοφίας κ’ ελευθερίας. Ήξερε να συνδέσει τους αιώνιους µύθους µε τη ζωντανή ζωή. Υπάρχουν στα έργα του οµηρική απλότητα κι οµηρικό µέγεθος, και νιώθεις τον επικό ρυθµό των αρχαίων συγγραφέων. Τα οµηρικά τραγούδια κ’ η οµηρική ψυχή είταν τωρινή πραγµατικότητα για τον Καζαντζάκη. Αρµενίζοντας χωρίς σκοπό, µονάχα από λαχτάρα να εξετάσει, από χαρά να γνωρίσει, είταν ένας µοντέρνος Οδυσσέας. ∆ε δανείστηκε τίποτα από την αρχαιότητα, αλλά ξαναήρθε στις πηγές κάθε δύναµης, κάθε οµορφιάς, στην αρχέγονη φύση, στην απλή ζωή των χωρικών και των βουνίσιων, σε όλα το πάθη κι όλες τις αισθήσεις ενός λαού που, περισσότερο από έναν άλλο, έξω από τις πολιτείες, ήξερε να κρατήσει τα καλύτερα µέρη της κληρονοµιάς των προγόνων του.
Ο Καζαντζάκης αγάπησε το επικό γένος της λογοτεχνίας. «Θαρρώ», µου είπε µια φορά, «πώς περάσαµε την εποχή του ατοµισµού, µπήκαµε σε µιαν επική εποχή, αρχίζουµε να ζούµε ένα γιγάντιο δράµα που συγκινεί την ανθρωπότητα ολόκληρη, νιώθουµε πως φοβερά επικά περιστατικά ζυγώνουν». Προφητικό δράµα ενός αλαφροΐσκιωτου! ΄Ηθελε να εκφράσει την επική αγωνία της εποχής µας.
Είταν ένας ζωντανός άνθρωπος ο Καζαντζάκης, που πάντα είχε τα µάτια του ανοιχτά στα προβλήµατα, στα συµβάντα του τόπου µας και στα σύγχρονα ανθρώπινα πάθη. Αντιπαράθεσε το ιδανικό της δικαιοσύνης, της ευαγγελικής αγάπης και την αχορταγιά και τη βία των δυναστών.
Είταν πάντα διαφεντευτής της δικαιοσύνης και της αγάπης, της ηθικής αξίας του σηµερινού ανθρώπου, επάλευε την ψευτιά, τη συκοφαντία, την υποκρισία, τη βία, ξέροντας πως, σαν ΄Ελληνας, αντιπροσώπευε µερικές θεµελιακές κι αθάνατες αρχές, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα: την ελευθερία, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, τη δίψα για τη δικαιοσύνη. Σαν κάθε ζωντανός άνθρωπος σπαραζόταν µέσα του από τη δραµατική µοίρα του καιρού µας. «Η γαλήνη», µου είπε, «η αµέριµνη χαρά, η λεγόµενη ευτυχία, ανήκουν σε άλλες εποχές, περασµένες ή µελλούµες, όχι στη δική µας». ΄Ενιωθε πως έζησε µια µεταβατική κρίσιµη εποχή, όπου ένας κόσµος διαλύεται κ’ ένας άλλος θέλει να γεννηθεί· ένιωθε τα συµπτώµατα του τέλους κάθε πολιτισµού: έλλειψη µιας πίστης, λατρεία της ύλης και της ποσότητας, περιφρόνηση της ποιότητας και του πνεύµατος. «Η λεπτή κρούστα που σκέπασε το αρχέγονο χτήνος -η ηθική, η αγάπη, η ωραιότητα- ράγισε», µου έγραψε µια φορά, «καπνίζει το ανθρώπινο ηφαίστειο κ’ η έκρηξη είναι σίγουρη». Κατά τον Καζαντζάκη, το ανθρώπινο γένος έπρεπε να προσπαθήσει να ξαναρχίσει την πορεία στο σωστό δρόµο, που είναι δρόµος του Θεού, ο ανήφορος — σαν τον Σίσυφο. Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου ήταν για τον Καζαντζάκη µια αρετή, που τη θεωρούσε την πιο ακριβή της ελληνικής κληρονοµιάς του. Θυµούµαι, εδώ και δέκα χρόνια, µου έγραφε: «Να νικήσω την απάτη και την ελπίδα, χωρίς να µε κυριέψει τρόµος, τούτο στάθηκε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, όλη η προσπάθεια της ζωής µου, να κοιτάξω κατάµατα την άβυσσο, χωρίς να βάνω τα κλάµατα, χωρίς να παρακαλώ ή να φοβερίζω, µα ήσυχα, γαλήνια, διατηρώντας την αξιοπρέπεια του ανθρώπου». Κι αλήθεια, ο Καζαντζάκης έζησε έτσι όπως έγραψε, διατήρησε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε πόνους και κακοµοιριές που τον χτύπησαν. Ο εσωτερικός του αγώνας τον ύψωσε κ’ η αγάπη καθάρισε την ψυχή του.
Η προσωπικότητα του Καζαντζάκη ίσως µπορεί να συγκεντρωθεί σε λίγες γραµµές που µου
έγραψε στις 3 του Μάρτη του 1950: «Προχτές είταν τα γενέθλιά µου˙ 65 χρόνια τώρα κυκλοφορώ, πάω κ’ έρχοµαι, µέσα στη φυλακή αυτή, τη σκοτεινή και µυστηριώδη φυλακή που τη λένε “΄Ανθρωπος”, και κοιτάζω από τα δυό παραθυράκια τον κόσµο και δε χορταίνω να τον βλέπω -τί θάµα είναι τούτος ο κόσµος, πόσο αρµονικά ανταποκρίνεται στην πείνα µας και στη δίψα και στη λαχτάρα µας για Θεό! Και 45 χρόνια µάχοµαι όλο ετούτο το θέαµα, όλη ετούτη τη πείνα και τη δίψα να τα µετουσιώσω, να τα ντύσω µε τα 24 γράµµατα του ελληνικού αλφάβητου, πρι να πεθάνω. Όσο µπορώ, όση περισσότερη ύλη µπορώ να την κάνω “πνεύµα”. Κι αν είταν να ξαναγεννηθώ, δε θάπαιρνα άλλη στράτα. ∆ύσκολος, τραχύς ο ανήφορος που διάλεξα, µα δε µετανοιώνω». Ο αγώνας του στάθηκε τραχύς, «Θα πεθάνω», µου είπε φορά, «και δε θα ξέρω, αν η ζωή µου έκαµε καλό ή αν πήγε χαµένη, αν είταν µια φωνή στην έρηµο κ’ έσβησε». Μα η φωνή του Καζαντζάκη δε χάθηκε πάντα θα την ακούµε, µπήκε στην καρδιά µας και πλούτηνε το εσωτερικό µας. ΄Ο,τι µιλούσε κ’ ενεργούσε ενδοµύχως τούτος ο µεγάλος ερευνητής της µοίρας των ανθρώπων, τούτο δεν είταν µονάχα η δική του η φωνή, η ατοµική, είταν κ’ η ψυχή αλάκαιρης της αιώνιας Ελλάδας.
Οι κριτικές για το έργο του είταν κάποτε πάρα πολύ αυστηρές δεν κατάλαβαν πολλά πράµατα οι κριτικοί. Αυτή είναι πάντα η τύχη των µεγάλων προοδευτικών. Μα ο Καζαντζάκης έκανε το χρέος του κ’ είταν ήσυχος. «Καθαρή καρδιά, καθαρή συνείδηση˙ µεγαλύτερη ευτυχία, θαρρώ, δεν υπάρχει», µου έγραφε. Καθόταν στη µοναξιά στην Αντίπολη, ήσυχος, αφοσιωµένος στο χρέος του, κι εδούλευε την ελληνική γλώσσα και το ελληνικό πνεύµα. Σαν τον Τερτουλιάvo µπόρεσε να πει: Ad tuum tribunal, Domine, appello. ∆εν πείραξε κανένα, ήθελε να δώσει στους ανθρώπους, ό,τι καλύτερο είχε, να τους βοηθήσει να βαστάξουν τη ζωή και νάχουν εµπιστοσύνη στην αρετή, ελπίζοντας πως το κακό θα νικηθεί κι όλα θα τελειώσουν µε το θρίαµβο του καλού.
Μα ποτέ, δεν είταν απόλυτα ικανοποιηµένος από τις δηµιουργίες του. Στο τέλος του 1953 έγραφε: «Ακόµα αγωνίζουµαι και δεν ξέρω πιο, απ’ όλα τα θέµατα που µε πολιορκούν, θα διαλέξω για το καινούριο βιβλίο µου˙ είναι οι µέρες τούτες της σύλληψης, οι πιο οδυνηρές πρέπει να κάµω καινούριο αγώνα, καινούρια έφοδο, νάναι το έργο τούτο καλύτερο από τα προηγούµενα· να ξεπεράσω τον έως τώρα εαυτό µου». Ένιωθε νεότητα στην καρδιά του και είχε όλες τις ελπίδες του ανήφορός του βάσταξε πάντα, ήθελε να φτάσει στην κορφή, τη λύτρωση.
Ο Καζαντζάκης είταν γνήσιος γιος της Κρήτης. Αυτό είναι το µυστικό της τέχνης του και του µεγέθους του. Είταν απόγονος όχι µόνο των περήφανων καπετανέων, που αιώνια πάλευαν για την ελευθερία του νησιού τους, παρά και των µεγάλων κρητικών ποιητών, που ξανάδωσαν στην ελληνική γλώσσα και στο ελληνικό πνεύµα τα καθαρά ρεύµατα της αρχαιότητας. Έζησε έντονα το τραγικό της ζωής και την πικρή γέψη του αγώνα της Κρήτης του, έζησε στην ψυχή του την πάλη του νησιού για την ελευθερία και για την ανθρώπινη αξία. Ο Καπετάν Μιχάλης δεν είναι οποιοσδήποτε υπεράνθρωπος, όπως θαρρούν, είναι άνθρωπος που κατάλαβε την αξία της θυσίας για την ελευθερία. Αλήθεια, τα µυθιστορήµατα του Καζαντζάκη κρατούν έναν εθνικό κρητικό χαραχτήρα, µε τη γλώσσα και τις συλλήψεις του νησιού του, µα στο βάθος ξεπερνούν τα σύνορα και µαγεύουν κάθε άνθρωπο χάρη στο ανθρώπινο πνεύµα τους. Τούτο το πνεύµα είναι κρητικό και τα έργα του απηχούν πάντα τη γνήσια κρητική ζωή. Η Κρήτη ήταν πάντα στους στοχασµούς του. Εδώ και πολλά χρόνια µου έγραφε: «Ακριβώς χτες βράδυ ονειρεύτηκα πως ήρθε η Κρήτη κι άραξε, σαν καράβι, απ’ έξω από την Αντίπολη˙ άπλωσα το πόδι και µπήκα και την έβλεπα όλη, από την µιαν άκρα στην άλλη˙ η χαρά µου είταν µεγάλη». Ο µεγάλος γιος της Κρήτης τώρα ξαναγύρισε στο χώµα της πατρίδας του.
Μα ο Καζαντζάκης δεν ανήκει µονάχα στην Κρήτη, δεν ανήκει µονάχα στην Ελλάδα. Ανήκει σε όλον τον κόσµο. Μπήκε στα 73 χρόνια, µα µόνο µε το σώµα του η καρδιά του και το µυαλό του δε γέρασον. ∆εν είταν ούτε απαισιόδοξος, ούτε αισιόδοξος. Μια φορά µου έγραψε: «∆ε φοβούµαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα˙ είµαι λεύτερος». Eίναι η φράση που είχε παραγγείλει να τη χαράξουν απάνω στον τάφο του. Κάποια µελαγχολία ένιωθε κάποτε˙ στην τελευταία επιστολή που έλαβα από το φίλο µου το καλοκαίρι του 1957 από τη Μόσχα, έγραφε: «Κουράζοµαι λίγο, µα ο Οδυσσέας µέσα µου, ο αχόρταγος, βλέπει µε απληστία κι αποχαιρετάει. Ποτέ πια! Αποχαιρετώ τα πάντα για πάντα. Τι χαρά να ταξιδεύεις και τι χαρά να γυρίσεις στο σπίτι!»
Ταξίδεψε πολύ ο φίλος µου σε διαφορετικές και µακρινές χώρες του κόσµου του πνεύµατος και τώρα γύρισε στο σπίτι του, στο αγαπηµένο του χώµα της Κρήτης. Θρηνούσα πολλά κλάµατα, µα είµαι περήφανος κ’ ευγνώµων για τη φιλία που µου έδειξε πάντα.
Καινούρια Εποχή, Φθινόπωρο 1958, σ. 149-153
Οι τρεις λογοτέχνες Αλεξίου του 20ού αιώνα, Γαλάτεια, Έλλη, Λευτέρης έγραψαν ο καθένας από ένα βιβλίο σχετικό µε τον Νίκο Καζαντζάκη. Οι τίτλοι αντιστοίχως είναι: Άνθρωποι και υπεράνθρωποι(1), Για να γίνει µεγάλος, Αξέχαστοι καιροί. Τα βιβλία περιέχουν κρίσεις για τον Καζαντζάκη ως άνθρωπο και ως συγγραφέα.
Το βιβλίο της Γαλάτειας έχει καλές σελίδες για τη ζωή, το κέφι και τη φτώχια των νέων λογίων της Αθήνας γύρω στα 1910. Ήταν η συντροφιά των Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη και άλλων, καθώς και του πλούσιου ζεύγους Σικελιανού, του οποίου δίνονται θαυµάσιες εικόνες. Θα ήταν ένα αξιόλογο µυθιστόρηµα, αν γραφόταν σαν µία καλόβουλη σάτιρα χωρίς αιχµές. Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας του έργου µειώνεται όταν η συγγραφέας επηρεάζεται από προσωπικά αισθήµατα µνησικακίας εναντίον του ανθρώπου που είχε αγαπήσει στα νιάτα της και δίπλα στον οποίο έζησε αρκετά χρόνια. Του καταλόγιζε τις οικονοµικές δυσκολίες του νοικοκυριού τους. Τον θεωρούσε φιλόδοξο, µεγαλοµανή, στερηµένο από αισθήµατα, µηδενιστή. Διαφωνούσε µε τη φιλοσοφία του «άσκοπου ηρωισµού» και έβρισκε τα θέµατα των έργων του ξεπερασµένα. Δεν υπήρχαν, κατά τη γνώµη της, στα έργα του ζωντανοί ανθρώπινοι τύποι.
Στα 1936, όταν ο πρώην σύζυγός της σε µιαν από τις συχνές παραξενιές του, εκφράσθηκε υπέρ της φασιστικής Ιταλίας που επετέθη στην Αιθιοπία, τον χαρακτηρίζει “αντιδραστικό”, “εγωκεντρικό”, “απάνθρωπ(2). Στα 1938 η ίδια έγραψε ένα σατυρικά διήγηµα (νοµίζω, ανέκδοτο), στο αποίο ειρωνευόταν την περιπλάνηση του Καζαντζάκη από τον αισθητισµό, στις θεωρίες του Νίτσε και του ήταΜπερξόν, καί προέβλεπε ότι θα κατέληγε… υπερρεαλιστής!
Η ΄Ελλη Αλεξίου στο βιβλίο της δίνει µίαν επίσης ενδιαφέρουσα εικόνα της συντροφιάς στο παλιό Ηράκλειο και στο Κράσι. Ειδικά για τον Καζαντζάκη, προσπαθεί να είναι αντικειµενική, αλλά δεν πείθει. Βασικό ρόλο στις επιφυλάξεις της παίζει η δική της στρατευµένη θέση στην άκρα Αριστερά. Δεν του συγχωρεί το ότι δεν προσχώρησε στο κόµµα, το ότι αρνήθηκε στα χρόνια της γερµανικής Κατοχής να ενταχθεί στην Aντίσταση, στο ΕΑΜ.
Η Έλλη θέλει να πιστεύει ότι ο Καζαντζάκης «δεν είχε τη δύναµη να αντιτάσσεται θαρραλέα στην εξουσία»(3). Κι όµως, ο άνθρωπος που µιλούσε δηµόσια και έγραφε στα 1924-25 στο Ηράκλειο και στα 1928 στην Αθήνα για τη Ρωσία και τον κοµµουνισµό, µε αποτέλεσµα διώξεις και την απειλή µιας δίκης, δεν ήταν δειλός. Η «Οµολογία πίστεως» ήταν σαφέστατα µαρξιστική: σ’ αυτήν ο Καζαντζάκης αναφέρει τη θεωρία περί διαδοχής των κοινωνικών τάξεων στην εξουσία ως απαράβατο ιστορικό νόµο. Η αστική τάξη διαδέχθηκε τη φεουδαρχική αριστοκρατία. Eίναι όµως κι αυτή, µε τη σειρά της, τελείως παρακµασµένη, «ανίκανη» και «ανήθικη». Η πτώση της και η αντικατάστασή της στην εξουσία από την τάξη των «εργαζοµένων», ήταν, κατά τον Καζαντζάκη, κάτι εντελώς βέβαιο και δεν θα αργούσε να πραγµατοποιηθεί(4). Πολύ λίγοι εκείνη την εποχή τολµούσαν να τα γράφουν αυτά.
Άλλος, λοιπόν, θα ήταν ο λόγος της µη ένταξής του στην Αριστερά. Ο Καζαντζάκης µε µια διαίσθηση και πολιτική κρίση ανύπαρκτη τότε σ’ όλους τους άλλους, δεν ήθελε να ευθυγραµµισθεί µε παρατάξεις που αποφάσιζαν επιπόλαια και ανεύθυνα, όπως πολύ σύντοµα αποδείχθηκε. Η Έλλη δίνει µεγάλο βάρος σε µια ερώτηση του Καζαντζάκη, σε σχετική συζήτησή τους, στη διάρκεια των Δεκεµβριανών, το 1944. Ο Καζαντζάκης τη ρωτά: «Ποιος θα επικρατήσει;» Η Έλλη διαβλέπει έναν καιροσκοπισµό και αγανακτεί: «Μα αυτό είναι το ζήτηµα;»(5) Κι όµως ο Καζαντζάκης είχε δίκιο: το ζήτηµα ήταν ακριβώς αυτό. Η έννοια της ερώτησής του ήταν: «Γιατί oι ερασιτέχνες πολιτικοί της Αριστεράς άρχισαν έναν αγώνα που δεν είχε καµιά πιθανότητα επικράτησης;» Λίγο αργότερα, στα 1946, στις αρχές του Εµφυλίου, ο δήθεν δειλός προλογίζει ένα βιβλίο για τη Σοβιετική Ένωση, κάνοντας ανεπιφύλακτα τον ύµνο της(6)!
Σχετικό µε τη µοµφή δειλίας και καιροσκοπισµού είναι και κάτι άλλο. Στο τέλος του βιβλίου της η Έλλη Αλεξίου παραθέτει γνώµες τρίτων για τον Καζαντζάκη, θετικές και αρνητικές. Μια από αυτές (του Α. Κόµη), αφορά στο µυθιστόρηµα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά. Ο κριτικός επισηµαίνει ότι, ενώ το βιβλίο «γράφτηκε στα χρόνια της Κατοχής», «πουθενά δεν διακρίνεις ούτε καν µία φράση… υπαγορευµένη από την αγανάκτηση, από τον πόνο, από µιαν επαναστατηµένη συνείδηση µπροστά στη φρίκη του φασισµού». Την έλλειψη αυτή ο κριτικός την αποδίδει στην «παράξενη ιδιοσυγκραοία ενός εγκεφαλικού συγγραφέα»(7).
Περιέργως, στα παραπάνω δεν ελήφθη υπόψη σε ποια εποχή διαδραµατίζεται το µυθιστόρηµα. Είναι γνωστό ότι στα 1914 ο Καζαντζάκης και η Γαλάτεια κέρδισαν ένα µεγάλο χρηµατικό ποσό από τα σχολικά αναγνωστικά που έγραψαν. Με τα χρήµατα αυτά έγιναν στα 1915 και 1917, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου, οι δύο ατυχείς επιχειρήσεις του Καζαντζάκη για την ξυλεία του Αγίου Όρους και για τους λιγνίτες της Μάνης(8). Είναι γεγονότα του 1915 και του 1917 αναπλασσόµενα στο µυθιστόρηµα και µεταφερόµενα στην Κρήτη, σε συνδυασµό και µε τρίτο κατά τι νεότερο γεγονός, τον θάνατο του Σταυριδάκη στα 1919. Δεν υπήρχε ακόµη φασισµός τα χρόνια εκείνα.
Ο Καζαντζάκης σηµειώνει ότι «άρχισε το Συναξάρι του Ζορµπά» τον Αύγουστο του 1941, αλλά χωρίς αµφιβολία εννοεί «την τελική µορφή», όπως ο ίδιος διευκρινίζει λίγο αργότερα(9). Φαίνεται πράγµατι ότι ο Ζορµπάς είχε αρχίσει να γράφεται πολύ παλαιότερα, αφού στα τελευταία προπολεµικά χρόνια ο Πρόλογός του είχε πάρει µια µορφή και δηµοσιεύθηκε στα 1937 στο ηρακλειώτικο περιοδικό Κρητικές Σελίδες(10). Η φίλη Αγγέλα Καστρινάκη, που ασχολήθηκε µε το θέµα, έχει ήδη αναφέρει τον Πρόλογο αυτόν. Είναι γνωστό ότι ένας Πρόλογος γράφεται κατά κανόνα όχι πριν, αλλά έπειτα από το κυρίως έργο.
Ιδιαίτερα σηµαντικό είναι όµως το ότι ήδη στα Νεοελληνικά Γράµµατα του 1926, είχε δηµοσιευθεί ένα κοµµάτι του Καζαντζάκη µε τίτλο «Ο Γιάννης Σταυριδάκης», που αντιστοιχεί εντελώς µε όσα γράφονται για το ίδιο πρόσωπο και για το θάνατό του, στον Ζορµπά: είναι οι ίδιες αναµνήσεις του συγγραφέα για τον φίλο του, και το ίδιο όνειρο που είδε στις ώρες θανάτου του Σταυριδάκη. Ο συγγραφέας του άρθρου, όπως ο συγγραφέας του Ζορµπά, γράφει την ίδια εποχή ένα βιβλίο για τον Βούδα. Στο άρθρο επαναλαμβάνονται χαρακτηριστικές λεπτομέρειες του Ζορμπά: η συνάντηση των δυο φίλων µε δυο νέες ξένες στο εξωτερικό, η κρητική λύρα που έπαιζε ο παππούς του Σταυριδάκη ενώ τον κρατούσε παιδί στο γόνατό του, και οι αποσπασματικοί στίχοι του Καζαντζάκη που µιλούν για τον Σταυριδάκη και τον Χάρο ως συνοδοιπόρους. Oι αναφορές σε µία «σκήτη», «κελί», και στον θάνατο ενός µοναχού του Αγίου Όρους παραπέµπουν στην επιχείρηση ξυλείας του 1915, που επίσης περιγράφεται στον Ζορµπά(11). Το άρθρο του 1926 δεν φαίνεται να ήταν κάτι αυτοτελές, που ο Καζαντζάκης το ενέταξε εκ των υστέρων στον Ζορµπά. Ο Σταυριδάκης παίζει από την αρχή βασικό ρόλο στο µυθιστόρηµα, ανήκει οργανικά στον σχεδιασµό του, και οι σχετικές σελίδες είναι οι καλύτερες, οι πιο αληθινές του βιβλίου.
Ερχόµαστε τώρα στην τρίτη περίπτωση. Ο Λευτέρης Αλεξίου, και πριν από το σχετικό µυθιστόρηµά του, είχε επικρίνει για διάφορους λόγους τον Καζαντζάκη. Του έβρισκε κυρίως έλλειψη σταθερών αξιών και αντιφατικές τοποθετήσεις: στην υπαρκτή ήδη στη δεκαετία του 1920 αντίθεση Εβραίων και Παλαιστινίων, ο Καζαντζάκης τασσόταν υπέρ των πρώτων, αντιφατικά προς άλλες προοδευτικές ιδέες του(12).
Αργότερα ο Λευτέρης Αλεξίου έκρινε αρνητικά και τη µετάφραση της Θείας Κωµωδίας του Δάντη από τον Καζαντζάκη, ως εντελώς άσχετη από το δαντικό ποιητικό ύφος. Ο Αλεξίου έβρισκε σωστά στη µετάφραση το χαρακτηριστικό προσωπικό ύφος των πρωτότυπων έργων του µεταφραστή, τις σπάνιες, πλαστές και ασαφείς λέξεις κ.ά. Αναγνώριζε όµως ο Αλεξίου τον Καζαντζάκη ως «συσσωρευτή τεράστιων δυνάµεων» και ήταν ο µόνος που προέβλεπε τότε, σε ανύποπτο χρόνο, µια δυνατότητα «παγκόσµιας αναγνώρισης» του Καζαντζάκη(13)!
Στο µέτριο µυθιστόρηµά του(14) ο Λευτέρης Αλεξίου στα 1956 δίνει γραφικά στιγµιότυπα του νεαρού Καζαντζάκη. Στη συµπεριφορά του ο Αλεξίου διέβλεπε µιαν επίδειξη «πόζας». Μια φθινοπωρινή µέρα, ύστερα από βροχή, στον λεγόµενο τότε Γεωπονικό Κήπο του Ηρακλείου (τη σηµερινή «Όαση», δίπλα στο «Κηποθέατρο Καζαντζάκη»), ο νέος συγγραφέας απαγγέλλει στίχους, µε ακροατήριο τη Γαλάτεια και τον εικοσάχρονο Λευτέρη, θαυµαστή του τότε. Ο Καζαντζάκης διαβάζει στηριζόµενος σ’ ένα κλαδί δέντρου. Ξαφνικά το κλαδί σπάζει και ο απαγγέλλων µε το ωραίο µαύρο κοστούµι του πέφτει στις λάσπες. Σηκώνεται αστραπιαία, βάζει την καπαρντίνα του και συνεχίζει την απαγγελία! Κάτι τέτοια που του καταλόγιζαν oι Αλεξίου, ο Καζαντζάκης τα χαρακτήριζε αργότερα «παµπάλαια µικροπράµατα».
Σοβαρότερη ήταν η διαφωνία του Αλεξίου προς τη θεωρία του Καζαντζάκη ότι «το Καλό και το Κακό συνεργάζονται». Μια τέτοια απλουστευτική διατύπωση ασφαλώς ηχεί σαν παραδοξολογία. Κι όµως, ο Καζαντζάκης, και στο σηµείο αυτό, είχε µια βαθύτερη αίσθηση της ιστορίας. Ένα παράδειγµα: η ρωµαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας άρχισε σαν υποδούλωση και ταπείνωση και κατέληξε ευλογία˙ χωρίς το ισχυρό, ενιαίο, οργανωµένο ανατολικό-ρωµαϊκό, βυζαντινό Κράτος, ο ελληνικός λαός και η κληρονοµιά της αρχαίας γραµµατείας στους αιώνες των επιδροµών δεν θα είχαν επιβιώσει.
Πώς αντέδρασε ο Καζαντζάκης στους δυο Αλεξίου, των οποίων τα βιβλία γνώρισε; Στο τελευταίο του γράµµα προς τον Λευτέρη, τον Δεκέµβριο του 1956, του γράφει µε πολλή καλοσύνη: «Κατά που πάει ο καιρός, δε θα ιδοθούµε πια ποτέ. {…]. Ο Θεός νο σου δίνει το 1957 υγεία, γαλήνη, πνευµατική ανάταση. Κι ό,τι είπαµε στη ζωή µας, νερό κι αλάτι». Είναι η γνωστή έκφραση που σηµαίνει: «σβησµένα, σαν να µην ειπώθηκαν». Για τη Γαλάτεια και το βιβλίο της, στο ίδιο γράµµα, λέει: «Ας είναι καλά». Και παραθέτει τη λατινική φράση µε την οποία απάντησε στην Εκκλησία: Ad tuum, Domine, tribunal appello. «Στο δικό σου δικαστήριο, Κύριε, κάνω έφεση!» Και προσθέτει ο ίδιος: «Ο Dominus [ο Κύριος, ο Θεός] εδώ είναι ο Χρόνος»(15). Χωρίς αµφιβολία, ο Χρόνος τον δικαίωσε: το έργο του διέφερε ριζικά και υπερείχε από τους µέτριους πεζογράφους της «γενιάς του ’30» και από πολλούς άλλους, Έλληνες και ξένους συγχρόνους του. Υπερείχε σε σύλληψη της ζωής, ένταση, και προσωπικό ύφος. Γι’ αυτό και επιβλήθηκε διεθνώς. Mε τον Καζαντζάκη αποδείχθηκε άλλη µια φορά ότι δεν υπάρχουν απόλυτοι νόµοι στη λογοτεχνία. Ένα µυθιστόρηµα ιδεών, ελάχιστα ρεαλιστικό, και χωρίς τους «ζωντανούς ανθρώπινους τύπους» που ήθελε η Γαλάτεια, µπορεί παρ’ όλα αυτά να είναι έργο τέχνης.
1. Άνθρωποι και υπεράνθρωποι, Αθήνα 1957. Ανατύπωση µε πρόλογο του Αλέξανδρου Αργυρίου και µε επιλεκτική εργοβιογραφία της Έλλης, “Καστανιώτης”, Αθήνα 2007. Τα «Ιντερµέτζα», άλλα στο κρητικό ιδίωµα, άλλα σχετικά µε την κατοχή, το Αρκάδι, τον φόνο του Καπετάν Ψωµή (=του πατέρα του Καζαντζάκη), είναι περιττά και άσχετα από το µυθιστόρηµα.
2. “Ελευθεροτυπία”, της 27 Ιουλίου. Βιβλιοθήκη, “Ο άγνωστος Καζαντζάκης”, σ. 22.
3. Για να γίνει µεγάλος, Αθήνα 1966. Ανατυπώσεις από “Καστανιώτη”, Αθήνα 1973 κ.ε., σ. 311. Ο τίτλος δηλώνει ότι ο Καζαντζάκης δεν ήταν µεγάλος, αλλά φιλόδοξος. Στις ανατυπώσες προστέθηκε ο υπότιτλος Βιογραφία του Ν. Καζαντζάκη.
4. Στο ίδιο, σ. 297 κ.ε. Ο λόγος του στην Αθήνα το 1928, στο θέατρο “Αλάµπρα”, σ. 287 κ.ε.
5. Στο ίδιο, σ. 307.
6. Στο ίδιο, σ. 242 κ.ε.
7. Στο ίδιο, σ. 351. Βλ. Α. Κόµης, “Ν. Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά”, Ελεύθερα Γράµµατα 61 (1947), σ. 60. Πβ. Α. Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγµένη δεκαετία 1940-1950, «Πόλις», Αθήνα 2005, σ. 98 κ.ε. Της ίδιας: “Ελληνοµάρες – παλαβοµάρες, Ζορµπάς, ένας διεθνιστής µέσα στην Κατοχή”, Διεθνές Επιστηµονική Συνέδριο, Ν. Καζαντζάκης, Το έργο και η πρόσληψή του, 23-25 Απριλίου 2004, επιµέλεια Κ.Ε. Ψυχογιός, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Ηράκλειο 2006, σ. 151 κ.ε.
8. ΄Ελλη Αλεξίου, ο.π., σ. 410-411. Πβ. Ελένη Καζαντζάκη, Ο ασυµβίβαστος, Αθήνα 1977, σ. 64, για τα σχολικά βιβλία του 1914. Βλ. και Ηµερολόγιο 2007, Ν. Καζαντζάκης, Στα χνάρια του ανθρώπου και του δηµιουργού, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Π. Σταύρου, σ. 61 για την επιχείρηση ξυλείας του Αγίου Όρους στα 1915, και σ. 62 για την επιχείρηση λιγνιτών της Πραστοβάς Μάνης στα 1917. Τα βιογραφικά στοιχεία του Καζαντζάκη προέρχονται από τον Π. Πρεβελάκη, όπως σηµειώνει ο Π. Σταύρου, σ. 5.
9. Στο ίδιο, σ. 221, σ. 224.
10. Κρητικές Σελίδες, τεύχος 11-12 (Δεκέµβριος 1936 – Ιανουάριος 1937) σ. 290-292. Η Α. Καστρινάκη στο σχετικό άρθρο της (βλ. εδώ, σηµ. 7) έχει υπ’ όψη της τη δηµοσίευση του Προλόγου του Ζορµπά στα 1937.
11. Νεοελληνικά Γράµµατα (Ηρακλείου), τεύχος 8 (Μάιος-1927), σ. 364-369. Ένα άλλο στοιχείο που εντάσσεται εκ των υστέρων στον Ζορµπά είναι η Ορτάνς. Είχε ένα εστιατόριο και ξενοδοχείο στην Ιεράπετρα στα χρόνια 1910-1938, Γ. Μανουσάκης, Παλίµψηστον 11 (1991), σ. 81. Ο Καζαντζάκης θα τη γνώρισε στα 1924-25 όταν ήταν στην Κρήτη, ίσως µε την ευκαιρία επίσκεψής του στην γειτονική µινωική πόλη των Γουρνών, που περιγράφεται θαυµάσια στον Ζορµπά.
12. «Δραγούµης και Καζαντζάκης», Νεοελληνικά Γράµµατα (Ηρακλείου), τεύχος 2 (Νοέµβριος 1926), σ. 80.
13. Βιβλιοκρισία της πρώτης έκδοσης της µετάφρασης του Καζαντζάκη, Θεία Κωµωδία, Κύκλος, Αθήνα 1934, στο προσωπικό περιοδικό του Λ. Αλεξίου, Το Κάστρο, τεύχος 6 (Ιούνιος 1937), σ. 50.
14. Αξέχαστοι καιροί, Αθήνα 1956.
15. ΄Ελλη Αλεξίου, o.π., φωτοτυπία επιστολής του Ν. Καζαντζάκη της 23 Δεκεµβρίου 1956 στο τµήµα φωτογραφιών, χωρίς αρίθµηση.
Σημείωση: Για το σημαντικό αυτό θέμα, η Εταιρεία μας αποφάσισε να διοργανώσει, στο Ηράκλειο Κρήτης στις 24 Οκτωβρίου 2009, στρογγυλή τράπεζα με θέμα: Ο Νίκος Καζαντζάκης και η οικογένεια Αλεξίου.
Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1983
Επίτιμη Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
Φιλόλογος-ψυχολόγος