• Ο ΤΑΞΙ∆ΕΥΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ |
• Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ |
• Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΠ |
• ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ |
• Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ |
• ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΙΣΠΑΝΙΑ |
• ΟΙ ΔΕΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΜΕ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ |
• ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΝΑΪΤ ΙΣΤΡΑΤΙ |
• ΜΑΡΤΥΡΙΑ Π.ΧΑΡΗ ΚΑΙ ΑΝΝΑΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ |
• Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΟΛΗ |
• ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ |
• Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ – Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ |
• Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΤΗΣ ΚΟΡΕΑΣ! |
• ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΗ ΜΑΝΤΑΜ ΟΡΤΑΝΣ… |
• ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ |
• ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ |
• Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ |
• ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΙΝΑ |
Το ταξίδι και η εξοµολόγηση στάθηκαν οι δύο µεγαλύτερες χαρές της ζωής µου. Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις -να βλέπεις και να µη χορταίνεις- καινούρια χώµατα και θάλασσες και ανθρώπους κι ιδέες και να τα βλέπεις όλα σα για πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα, σα για τελευταία φορά, µε µακρόσερτη µατιά, κι έπειτα να σφαλνάς τα βλέφαρα και να νοιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν µέσα σου ήσυχα, τρικυµιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός, να κατασταλάξει το ξαθέρι απ’ όλες τις χαρές και τις πίκρες σου -τούτη η αλχηµεία της καρδιάς είναι, θαρρώ µια µεγάλη, αντάξια του ανθρώπου ηδονή… Το ιδανικό µου είναι οκτώ µήνες ταξίδι και τέσσερις µήνες µοναξιά.
Αυτά τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη συνοψίζουν τέλεια το πάθος του για τα ταξίδια. Από τα νεανικά του χρόνια και µέχρι το θάνατό του, δεν έπαψε να ταξιδεύει στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Επισκέφτηκε έτσι (για µεγαλύτερα ή µικρότερα διαστήµατα) τις ακόλουθες χώρες: Ευρώπη: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερµανία, Γιουγκοσλαβία, Ελβετία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Κύπρος, Μεγάλη Βρετανία, Ουκρανία, Πορτογαλία, Ρωσία, Τουρκία και Τσεχοσλοβακία. Εγγύς και Μέση Ανατολή: Αίγυπτος, Λίβανος, Παλεστίνη και Σουδάν. Καύκασος: Αζερµπαϊτζάν, Αρµενία και Γεωργία. Κεντρική Ασία: Καζακστάν, Ουζµπεκιστάν και Τουρκμενιστάν. Νοτιοανατολική Ασία: Κεϋλάνη και Σιγκαπούρη. Άπω Ανατολή: Ιαπωνία και Κίνα.
Τον είχε προσκαλέσει ο Πρόεδρος Νεχρού, αλλά λόγοι υγείας τον εµπόδισαν να επισκεφτεί την Ινδία. Λόγω έλλειψης οικονοµικών µέσων ή χρόνου, δεν µπόρεσε να πάει στην Κεντρική Αφρική, στο Κογκό, στο Μαρόκο, στην Αλγερία, στο Θιβέτ, στο Ιράκ, στο Ιράν, στην Ινδονησία, στη Λατινική Αµερική, στο Μεξικό, στις Μαρκησίους Νήσους, στη Σαµόα, στην Ταϊτή και στην Ισλανδία, χώρες τις οποίες ονειρευόταν να επισκεφτεί. Επιθυµούσε, τέλος, να µεταβεί στην Πολωνία και στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής, αλλά οι ελληνικές αρχές δεν του ανανέωσαν το διαβατήριό του, και επενέβησαν στην αμερικάνικη πρεσβεία για να μην του δώσει visa, διότι θεώρησαν ότι ήταν κοµµουνιστής. Τα ταξίδια του δεν γίνονταν για τουριστικούς λόγους. Ήταν αντίθετος στην ίδια την ιδέα του τουρισµού, διότι είχε την αίσθηση ότι ο τουρισµός παραµορφώνει το τοπίο και κάνει τους λαούς να χάνουν την ψυχή τους. Τα πολλαπλά ταξίδια του είχαν εντελώς διαφορετικούς στόχους. ΄Αρχισε να ταξιδεύει από υποχρέωση. Πράγµατι, ύστερα από µια απο τις κρητικές επαναστάσεις, η οικογένειά του εγκαθίσταται στον Πειραιά. Για τους ίδιους λόγους, η οικογένειά του τον εγγράφει αργότερα στην ρωµαιοκαθολική γαλλική σχολή στη Νάξο. ∆εύτερον: ταξίδεψε ως επίσηµος απεσταλµένος ή προσκεκληµένος. Αποστέλλεται στο 1919 στον Καύκασο από την ελληνική κυβέρνηση για να επαναπατρίσει τους ΄Ελληνες, τους οποίους κατεδίωκαν οι µπολσεβίκοι και οι Κούρδοι. Το 1929, πηγαίνει στη Σοβιετική Ένωση προσκεκληµένος στις εορτές για τη δεκάτη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μετά το δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο, µεταβαίνει στην Αγγλία µε πρόσκληση του British Council. To 1957, λίγους µήνες πριν από το θάνατό του, επισκέπτεται την Κίνα και την Ιαπωνία. Ορισµένες αθηναϊκές εφηµερίδες τον στέλνουν στο εξωτερικό για να κάνει διάφορα ρεπορτάζ πάνω σε σηµαντικά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Έτσι, µεταβαίνει στην ΕΣΣ∆, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στην Ισπανία και στην Ιταλία. Τρίτον: ταξιδεύει για πολιτιστικούς σκοπούς. Θέλει να επισκεφτεί τα µουσεία, τις αίθουσες τέχνης, τις βιβλιοθήκες, τα µοναστήρια, τις εκκλησίες, τα τζαµιά, τα ιστορικά µνηµεία κ.λπ.
Υπάρχουν επίσης και βαθύτεροι λόγοι για τα ταξίδια του.
Πρώτα από όλα, ήθελε να γνωρίσει τους ανθρώπους, τους πολιτισµούς τους, τη φύση. Ήταν γι’ αυτόν ένας απαραίτητος εµπλουτισµός. Ήθελε, επίσης, να εµπνευστεί από τα ταξίδια του για το έργο του. Πράγµατι, τα ταξίδια του επηρέασαν πολύ τα βιβλία του, ιδιαίτερα το µεγάλο ποίηµα του Οδύσσεια που αποτελείται από 33.333 στίχους. Τέλος, ήταν γι’ αυτόν ανάγκη ελευθερίας. Γράφει από το Μπακού: Τούτη είναι ελπίδα του ταξιδευτή: να βρει στα πέρατα της γης τις εικόνες που εκφράζουν την ψυχή του και τον βοηθούν να σώσει και να σωθεί. Όσο ταξιδεύω, νιώθω όλο και πιο πολύ ότι το ταξίδι είναι για µένα ανάγκη ελευτερίας. Ένας τελευταίος ουσιαστικός λόγος είναι πνευµατικής φύσεως. Στην πνευματική αυτοβιογραφία του, Αναφορά στον Γκρέκο, το τελευταίο του βιβλίο, διευκρινίζει: Όλα µου τα ταξίδια είχαν γίνει µια µονάχα κόκκινη γραµµή που ξεκινούσε από τον άνθρωπο και ανηφόριζε για να φτάσει το Θεό. Κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών του, συνάντησε διανοούµενους, καλλιτέχνες, συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφους, µουσικούς, πολιτικούς: Τον Γκόρκι, τον Ιστράτι, τον Σαλαµέα, τον Σβάιτσερ, τον Μουσολίνι, τον Χιµένεθ, τον Φράνκο, τον Σαρτρ, τον Μπλουµ, τον Τσου Εν Λάι και άλλους.
Συνάντησε όμως και πολλούς απλούς ανθρώπους, από τους οποίους άντλησε διδάγματα λαϊκής σοφίας και πρακτικής εμπειρίας. Ας θυµηθούµε το Ζορμπά, τις συνοµιλίες του µε τους κρητικούς βοσκούς, τους βεδουίνους που συνάντησε στην έρημο…
Ο Καζαντζάκης έγραψε δεκάδες άρθρα, ρεπορτάζ και σηµειώσεις για τα ταξίδια του, τα οποία δηµοσιεύτηκαν σε εφηµερίδες, σε λογοτεχνικές επιθεωρήσεις και στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη. Μιλάει επίσης για τα ταξίδια του στην πλούσια αλληλογραφία που είχε µε συγγενείς, φίλους, πολιτικούς και ανθρώπους των γραµµάτων. Τα πρώτα άρθρα του δεν είναι σηµαντικά. Βελτιώνεται όµως και κατορθώνει να γίνει ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. ∆ηµοσίευσε επίσης, στα ελληνικά, σε 5 τόµους, ταξιδιωτικές διηγήσεις, με το γενικό τίτλο Ταξιδεύοντας: Ρωσία, Αγγλία, Ισπανία, Ιαπωνία-Κίνα, Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος, Ο Μοριάς. Περιγράφει µε ακρίβεια την αγάπη του για την τέχνη και τη φύση: µουσεία, αίθουσες τέχνης, τζαµιά, µοναστήρια, εκκλησίες, βουνά, έρηµοι, θάλασσες. Επίσης, περιγράφει τα πρόσωπα και τα αντικείµενα, όπως τα ένιωσε και τα αγάπησε, µε τον τρόπο του, χωρίς όμως να αποσπάται η προσοχή του από τις πολιτικές και ποιοτικές ενασχολήσεις. Στον παρακάτω επιγραμματικό του χαρακτηρισμό. ο Παντελής Πρεβελάκης μας δίνει την πεμπτουσία των ταξιδιωτικών του Καζαντζάκη: «Στα ιδιότυπα αυτά οδοιπορικά, διασταυρώνονται τα πνευματικότερα θέματα: η θνητότητα των πολιτισμών, η ψυχολογία των λαών, οι ήρωες της δράσης και του στοχασμού, τα τοπία, τα μνημεία και τα μουσεία…Κι από κοντά, ο έρωτας της ομορφιάς, ο καημός για την οικουμενική δικαιοσύνη, η αγωνία για το πρόβλημα της ύπαρξης – η ατέρμονη ονειροπόληση μιας διάπυρης ψυχής».
Στις 11 Μαρτίου 1929, ο Καζαντζάκης επιστρέφει στη Μόσχα µετά από µακρά περιήγηση από τo Μουρµάνσκ µέχρι το Βλαδιβοστόκ. Από τις 13 έως τις 20 Μαρτίου, περιµένει µάταια την απαραίτητη άδεια για να πάει στο “Τουρκεστάν”, όπως ονομαζόταν η περιοχή εκείνη την εποχή. Επειδή η άδεια δεν έφτανε, αποφάσισε να αψηφήσει αυτή την υποχρέωση.
Στις 22 Μαρτίου 1929 φεύγει σιδηροδροµικώς, χωρίς άδεια, από τη Μόσχα µε προορισµό την Κεντρική Aσία. Διασχίζει τις πεδιάδες του σηµερινού Καζακστάν. Εντυπωσιάζεται.
Γράφει στην Ελένη Σαµίου, την πιστή του σύντροφο:
Μπήκαµε στο Καζακστάν. Χιόνια – µα είδα ένα µαύρο άλογο κι ένα καβαλλάρη να τρέχουν σαν νά ’ταν έρηµος, αµµουδιά, και ξάφνου ένα χωριό δεξά µου, ένα πράσινο κουπέ τζαµιού. Χτύπησε η καρδιά µου – µπήκαµε σε χώρα µουσουλµάνικη. Σε λίγο µια θαµαστή καµήλα στην απέραντη χιονισµένη πεδιάδα, που τραβάει ένα κάρο. Οι Ίσµπες αρχίζουν να είναι χρισµένες µε ασβέστη κι είναι θαµαστή η εντύπωση των άσπρων σπιτιών στο χιόνι. Αρχίζει η Ανατολή, µια γυναίκα σ’ ένα σταθµό, µε σαλβάρια κίτρινα, ένας γέρος µπήκε στο βαγόνι κι ακούω τώρα τη µελωδική ρυθµική φωνή του να σιγοτραγουδάει τραγούδια ανατολίτικα. Χωρίς άλλο πρέπει να µπω στη Μπουχάρα.
Έπειτα κατευθύνεται προς το σηµερινό Ουζµπεκιστάν. Eίναι πολύ ανήσυχος γιατί δεν έχει άδεια εισόδου. Εντούτοις µπαίνει σ’ αυτή χώρα στις 25 Μαρτίου. Επισκέπτεται την Τασκένδη.
Γράφει στην Ελένη:
Mια στιγµή κατέβηκα στον πρώτο σταθµό, µετά τη Tachkent. Περίφηµη για τις µηλιές της. Νύχτα διάκρινα θαµαστά µήλα, έτρεξα. Τη στιγµή που κρατούσα γιοµάτα τα χέρια µου, το τραίνο κίνησε. Τώρα γύρισα λαχανιασµένος, κρεµάστηκα µε ορµή και πρόλαβα. Θαυµαστά, τεράστια µήλα, και νιώθω πάλι πως όταν πεθάνω – και θά ’στε στο προσκεφάλι µου – µην ξεχάστε πως µια, από τις µεγαλύτερες χαρές της ζωής µου ήταν τα φρούτα. Και να µου φέρετε σωρούς να τ’αποχαιρετίσω…
Να πώς περιγράφει, σ’ ένα γράµµα στον Παντελή Πρεβελάκη, τον πνευµατικό του γιο, την είσοδό του στο Ουζµπεκιστάν:
Αγαπητέ µου αδερφέ, µπήκα στο Τουρκεστάν χωρίς άδεια, γιατί θέλω να δω τη Σαµαρκάνδη και τη Βουχάρα. Από τα παιδικάτα µου οι δύο αυτές πολιτείες µε τάραζαν και πρέπει να τις δω – να λευτερωθώ. Όσο ταξιδεύω, νιώθω πως τo ταξίδι για µένα δεν είναι παρά ανάγκη ελευθερίας. Ό,τι έχει γοητέψει το νου και την καρδιά µου και µε τρώει, τότε µόνο το νικώ και γλιτώνω από το να το δω, το χαρώ και προχωρήσω. Η Ρουσία πια για µένα είναι πίσου µου, δε νιώθω πια καµιά ανησυχία και λαχτάρα. Πάει! Θάµα ήταν, άπειρες χαρές, ο Βόλγας που κυλάει σα βασιλόφλεβα στο µεσοφρύδι µου. Δεν την αρνούµαι, την παίρνω µαζί µου, γίνεται αίµα µου, και πια όταν πεθυµώ τίποτα, εγώ και αυτή, η Παλαιστίνη, η Ισπανία. το Σινά, τα νησιά της Ελλάδας, ό,τι είδα, πεθυµούµε µαζί – γιατί είµαστε πια ένα σώµα. Η Σειρήνα είναι σαν ψωµί και κρασί και µε θρέφει. Χαίροµαι γιατί ολοένα νιώθω εντονώτερο en système d’avalanche την καρδιά µου. Είναι νύχτα, φτάσαµε στη Tachkent, µα δε στάθηκα γιατί βιάζουµαι να πατήσω τη Σαµαρκάνδη. Αύριο µεσηµέρι θα ’µαι εκεί. Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ταµερλάνος, η γυναίκα που αγάπησε Bibi – Hαnum… Ανυποµονώ να δω τα περίφηµα τζαµιά. Ήδη στο δρόµο ένιωσα πως µπήκα πια στην Ανατολή. Τα χιόνια λιώσαν, ο ποταµός Αμού-Δάρια, η λίµνη Αράλ, ξεσκλαβωµένοι από τους πάγους. Έπειτα η έρηµη απέραντη του Καζακστάν, έπειτα καµήλες, σπίτια µε δώµατα, άντρες και γυναίκες µε πλήθος χρώµατα, µιναρέδες λιγνοί στα χωριά, έπειτα µήλα άφθονα, και ήλιος και η γη σκεπασµένη χλόη και σε µια βδοµάδα θα γιοµώσει λουλούδια. Χαρά, ελευθερία, µοναξιά, σιωπή, άνοιξη γλυκύτατη στην καρδιά της Ασίας, η Σαµαρκάνδη περιµένει, πιο πέρα η Βουχάρα, πιο πέρα τα φηµιστά ερείπια της παµπάλαιης πολιτείας Μερβ, που τη σκέπασε προ ενούς αιώνα ο σιµούν… Kαι την ώρα που Σας γράφω, στο βαγόνι, στο τραπεζάκι µπροστά µου, ένας σωρός από τα περίφηµα µήλα της Tachkent.
Στις 27 και 28 Mαρτίου, βρίσκεται στη Σαµαρκάνδη. Γράφει στην Ελένη στις 27 Μαρτίου:
Αγαπηµένη µου, βρίσκουµαι σε µια πόλη του παραµυθιού, από τις 1.001 νύχτες. Μόλις ξηµέρωνε, άνοιξα την κουρτίνα του βαγονιού… ο κάµπος µυγδαλιές ανθισµένες! Ήλιος, ζέστα, τα δέντρα ανοίγουν, κήποι και νερά, Τούρκοι (µουσουλµάνοι!) µε λοήσιµες τζελεµπίες, µε χρωµατιστά παπλώµατα, γαϊδουράκια αγαθά, καµήλες… Ως το µεσηµέρι τώρα τριγυρίζω – το παζάρι εξαίσιο, µουσουλµανικό, κόσµος παρδαλός, φάτσες µογγόλικες, γυναίκες µε πυκνό φερετζέ… και γύρα τρυγύρα ερείπια, θεία, όλο µαγιόλικα σαξ και πράσινη, όπως του Εριβάν, ο τάφος του Ταµερλάνου, της Bibi – Hanoum στη µέση της πολιτείας γύρα από το παζάρι… Κάποτε ένας µιναρές εξαίσιος, ένας τρούλος περουζές. Γύρα κουρέλια πολύχρωµα ανθρώπων, βουή, λάσπη, µυρωδιά θεία της ανθισµένης µυγδαλιάς και συνάµα ανυπόφορη βρώµα βουρκιασµένου νερού και ούρου. Ζέστη πολλή, περπατώ χωρίς σακάκι, ο Χάνζα Μουρατώφ µε βρίσκει, µε πάει στο σπίτι του, δροσερό, από λάσπη, κάτου θαµαστά χαλιά, γύρα 4 κλουβιά µικρά, τυλιµένα σε ταντέλες, και καναρίνια. Κασέλες παλιές, µπρίκια αράπικα, οι γυναίκες κρυφτήκανε στο γυναικωνίτη, άνοιξε µια κασέλα και µού ’δείξε νοµίσµατα του Μ. Αλεξάντρου κ.λπ…. Του αγόρασα ένα µεγάλο κεντητό τραπεζοµάντυλο, ιντιάνικο παλιό, και µία µαγιόλικα από τον τάφο της Μπιµπί – Χανούµ. Αγόρασα και κεντηµένα σκουφάκια…
Στις 28 Μαρτίου, γράφει πάλι στην Ελένη:
Αγαπηµένη µου Lenotchka, όλη µέρα σήµερα, γύριζα – τζαµιά, τσαρσιά, δρόµους – τρώγοντας πεπόνια και σταφύλια, µ’ ένα καλπάκι κεντητό, που αγόρασα, και χαίρουµαι το απερίγραπτο ζωτικό θέαµα. Ως τζαµί, του Οµάρ είναι ανώτερο, γιατί είναι ακέραιο, εδώ µερικά είναι τεράστια, µα ερείπια: µισός τρούλος µε θείο πράσινο, κολόνες σπασµένες, µιναρέδες, που γείραν ήδη, style Εριβάν… Μα ως πολιτεία, ως couleur asiatique, είναι απείρως ανώτερη της Ιερουσαλήµ. Εδώ είναι η καρδιά της Ανατολής. Είναι εξωτικό όραµα να βλέπεις τα πολύχρωµα παπλώµατα και τους µαντίες, τα σαρίκια τα πράσινα και άσπρα και κίτρινα και τις κόκκινες γυριστές, σα γόντολες, παντούφλες τους. Όπως στις µινιατούρες τις περσάνικες… Πόσο πεθύµησα να ’στε µαζί µου!
Όταν έφτασα – ο σταθµός απέχει 13 χλµ., για να µην ξελογιάζουνται oι γυναίκες της Βουχάρας – ήταν πια νύχτα… Η κάψα είχε κοπάσει κι έπνεε γλυκότατο δροσερό αέρι. Βρέθηκα µονοµιάς στο κέντρο της Βουχάρας: πήχτρα από µουσουλµάνους, που έκαναν τo βραδινό τους περίπατο. Να τους φανταστείτε ντυµένους ως επίσκοπους και αρχιεπίσκοπους µε αψηλές µίτρες. Ζουρνάδες, φωνές καφετζήδων, στραγαλατζήδων, ζητιάνων, σαντούρι, οι καφενέδες στρωµένοι µε χαλιά και απάνου διπλογόνατοι χιλιάδες, οι τραγουδιστές στη µέση, ένα νεαρό ωραίο παιδί και τρεις γερόντοι µε οξύτατη φωνή, µυρωδιές ανάκατες, όπως τις ξέρετε – µπαχαρικά, γιασεµί και urine. Όλη η παλιά πόλη σκεπασµένη µε ταβάνι ξύλινο, σα να περπατάς σ’ ένα σπίτι. (Το ξενοδοχείο ένα και φρικώδες…). Ως τα µεσάνυχτα γύριζα και µέσα στο ανάριο φως ανακάλυφτα τα τζαµιά, τεράστια, γυαλιστερά, έρηµα… Κοιµήθηκα πολύ κακά. Ξηµερώµατα τριγύριζα. Kαι τώρα ιδού τ’αποτελέσµατα: Η Βουχάρα είναι πιο ανατολίτικη, πιο βαθιά έρηµος από τη Σαµαρκάνδη. Τα σπίτια όλα χαµηλά και όλα από λάσπη, οι τοίχοι µε ένα µονάχα, ψηλά, παραθυράκι, σαν πολεµίστρα. Όταν φυσά αέρας, όπως σήµερα (ζεστός ήδη, φρικαλέος), όλα τα σπίτια s’effritent κι η σκόνη είναι αφόρητη. Οι ανθρώποι εδώ δεν είναι ντυµένοι τόσο παρδαλά όσο στη Σαµαρκάνδη. Όλα γκρίζα, σα σκόνη, σαν άµµος, όλα χαµηλά, ταράτσες. Kαι ξάφνου µέσα από τη γκρίζα αυτή λασπερή επιφάνεια τινάζουνται τα θάµατα, οι περουζέδες: οι τρούλοι οι στραγγυλοί µε discrète µυτερή κορφή (σαν ωραία στήθη γυναικός), τα εξαίσια τζαµιά. Εδώ νιώθεις πόσο στις µεγάλες στιγµές του πολιτισµού όλα τα άτοµα θυσιάζουνται για να λαµπρύνουν µιαν Ιδέα. Όλα τούτα τα σπίτια, των ατόµων, τα χτισµένα µε λάσπη και άχερα, θυσιάστηκαν για να υψώσουν ανάµεσά τους το σπίτι του Θεού τους. Τί élégance τα τζαµιά της Βουχάρας! Ενώ του Εριβάν (και του Οµάρ ακόµα) είναι λίγα trapus, εδώ είναι σβέλτα, ο θόλος στηρίζεται σε µια ζώνη λιγνή, που του δίνει αέρα κ’ αλαφράδα. To bazar ανάξιο λόγου, sovietisé. Γύριζα οληµέρα, ζητώντας το δαχτυλίδι σας, του κάκου. Ρούσοι και Καυκάσιοι είναι τώρα οι χρυσοχόοι και φαντάζεστε τι άθλια pacotille…
Conclusion: Η Σαµαρκάνδη µου ήταν αποκάλυψη θερµής, όλο χρώµατα, Ανατολής. Η Βουχάρα έχει κάτι τι κλασικό ανατολίτικο, η γραµµή, το χρώµα, discrets και τρισχαριτωµένα για µια ψυχή, που αγαπάει την έρηµο. Μονάχα κι οι δυο βρίσκουνται πια στο τέλος τους, αρχίζουν να πολιτίζουνται, δηλαδή να χάνουν την ψυχή τους και να µαϊµουδίζουν τη Μόσχα, που µαϊµουδίζει την Ευρώπη, που µαϊµουδίζει την Αµερική.
Στις 31 Μαρτίου, επισκέπτεται το Τουρκµενιστάν. Από το Merv, όπου έµεινε µόνο µια ώρα, γράφει:
Φεύγω για το Merv, τη µεγάλη πολιτεία που την κατάπιε η έρηµος, πριν από έναν αιώνα. Η Ποµπηία της ερήµου. Δε θέλω να µείνω περισσότερο στη Βουχάρα, γιατί ξέρω πως θα χάσω τη συγκίνηση, που µού ’δωκε…
Όταν µια ανατολική πολιτεία χαλάσει, τα ερείπια είναι ασήµαντα. Τα σπίτια: τοίχοι από λάσπη, που εχτείνουνται στην έρηµο, µόλις ξεχωρίζουν από τη γης. Μονάχα τζαµί, αν υπάρχει, διατηρεί ίχνη ωραιότητας. Εδώ στο Merv κανένα τζαµί.
Την ίδια ηµέρα, φτάνει στο Αχγκαµπάτ. Γράφει στην Ελένη:
Έρηµος φριχτή, Καρακούµ, ζέστη ανυπόφορη, πνίγουµαι στο βαγόνι, η σκόνη µπαίνει, αναπνέω χώµα. Φαντάζουµαι τι θα γίνεται το καλοκαίρι. Η ζέστα ανεβαίνει 80 βαθµούς! Κι όλοι εδώ οι ντόπιοι, σαν άγριοι: ντυµένοι βαριά, µε χοντρές ροζ κάλτσες, µε τεράστιους σκούφους από αρνί, τριπλάσιους από τους Καυκασιανούς. Ζερβά µου τώρα, σε ελάχιστη απόσταση, λάµπουν τα βουνά της Περσίας. Σε λίγες ώρες πεζός θα ’φτανα. Να µπορούσα ν’ ανέβαινα το βουνό και να κοίταζα κάτου τον κάµπο! Σύννεφα, κουφόβραση, µερικά δέντρα στους σταθµούς ολάνθιστα…
Στις 4 Απριλίου, επισκέπτεται την ξακουστή λίµνη Αράλη. Έπειτα, στις 9 Απριλίου 1929, επιστρέφει στη Μόσχα.
Στη συνέχεια, ο Νίκος Καζαντζάκης, δεν ξεχνάει την Κεντρική Ασία. Πράγµατι, το 1931, µεταφράζει στα Ελληνικά και διασκευάζει τo βιβλίο του Ιουλίου Βέρν Από τον Καύκασο στο Πεκίνο (Claudius Bombarnac). Στα γράµµατά του µιλάει για την ευχαρίστηση που ένιωσε µεταφράζοντας αυτό το µυθιστόρηµα που τόσο έφερε στο νου εξαίρετες αναµνήσεις. Δηµοσιεύτηκε στην Αθήνα το 1942, επιτρέποντας έτσι στο ελληνικό κοινό να γνωρίσει µια περιοχή ελάχιστα γνωστή στους Έλληνες.
Στις 25 Μαρτίου 1948, ο Νίκος Καζαντζάκης παραιτείται από τη θέση συμβούλου λογοτεχνίας στην ΟΥΝΕΣΚΟ, στο Παρίσι, στην οποία υπηρετούσε από την 1η Μαρτίου 1947. Είχε συνεργάτριά του την Yvette Renoux-Herbert (κόρη του Jean Herbert στον οποίο ο Καζαντζάκης είχε αφιερώσει το βιβλίο του Αλέξης Ζορμπάς) και μέλος της Συντονιστικής επιτροπής της Εταιρείας μας. Αδυνατώντας να επιστρέψει στην Ελλάδα, ο συγγραφέας αποφασίζει να εγκατασταθεί στη Γαλλία. Επιλέγει την Αντίμπ, την αρχαία «Αντίπολη», στις ακτές της Μεσογείου, που είχε ιδρυθεί από τους Ίωνες. Αυτή η πόλη του θύμιζε την πατρίδα του και του πρόσφερε την ηρεμία και τη γαλήνη που τόσο αναζητούσε. Θα ζήσει με τη σύζυγό του Ελένη, από τον Ιούνιο 1948 έως τον Ιούνιο 1957, έχοντας διαμείνει διαδοχικά στις εξής κατοικίες:
• από τον Ιούνιο 1948 έως τον Απρίλιο 1949: βίλα Rose, 6, bd du Cap, Allée des Palmiers.
• από τον Απρίλιο 1949 έως τον Ιούνιο 1954: βίλα Manolita, Parc de Saramartel, Cap d’Antibes :
• από τον Ιούνιο 1954 έως τον Ιούνιο 1957: «Κουκούλι», 8, rue du Bas-Castelet, Παλαιά Αντίπολη.
Στο βιβλίο της Νίκος Καζαντζάκης-Ο Ασυμβίβαστος (εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1977), η Ελένη Καζαντζάκη θυμάται με συγκίνηση τις τρεις αυτές κατοικίες. Ο Καζαντζάκης γράφει εκεί, διαδοχικά, τα εξής έργα: Σόδομα και Γόμορρα, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Κούρος (Θησέας), Χριστόφορος Κολόμβος, Οι αδερφοφάδες, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο τελευταίος πειρασμός, Ο φτωχούλης του Θεού, Αναφορά στον Γκρέκο. Ξαναγράφει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Στην Αντίμπ επίσης δέχεται ανθρώπους των γραμμάτων, καθώς και μεταφραστές των έργων του, που καταφθάνουν από Ευρώπη και Αμερική. Καλλιτέχνες, μουσικοί (μεταξύ των οποίων ο Τσέχος συνθέτης Μποχουσλάβ Μαρτινού), κινηματογραφιστές, πολιτικές προσωπικότητες και πολλοί άλλοι φίλοι τον επισκέπτονται εκεί. Ο συγγραφέας και ποιητής αγαπούσε τον περίπατο στην παραλία (όταν είχαν φύγει οι τουρίστες), στο δάσος της Garoupe ή στα υψώματα της Αντίμπ και των Κανών. Ταξίδευε συχνά, αλλά κάθε φορά ξανάβρισκε με χαρά την Αντίμπ. Δεν συμμετείχε πολύ στην τοπική ζωή, αλλά έπαιρνε μέρος πότε-πότε στις πολιτιστικές δραστηριότητες. Εξάλλου, το όνομά του περιλαμβάνεται μεταξύ των δωρητών του Μουσείου Πικάσο.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ισχυριζόταν ότι είχε αραβοαφρικανική καταγωγή. Πράγματι, ήταν πεπεισμένος ότι οι πρόγονοί του είχαν έλθει από την άλλη ακτή της Μεσογείου. Ταξιδεύοντας προς την Άπω Ανατολή, γράφει: Χαίρουμαι μέσα μου το αφρικανικό αίμα… Περνούμε την Ερυθρά, περάσαμε τη Μέκκα ζερβά, την Αβησσυνία δεξά. Νιώθω πως εδώ γεννήθηκαν οι πρόγονοί μου.Σ’ένα γράμμα του στην Edwige Levi αναφέρει μεταξύ άλλων: Περιπλανιέμαι στην Αφρική, στη μαύρη πατρίδα μου, είμαι ευτυχισμένος που έχω δύο μάτια για να βλέπω και δύο χέρια για να χαϊδεύω αυτή τη φτωχιά γη.
Ο Καζαντζάκης κάνει λόγο για πρώτη φορά στα 1925 για την επιθυμία του να πάει στην Αφρική. Σε ένα γράμμα σε ένα φίλο του στο Ηράκλειο, του ζητάει να του εκδώσει μία βίζα για την Tanga, East Africa. Στο βιβλίο του Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, διευκρινίζει ότι πρόκειται για έναν Κρητικό που είχε μεταναστεύσει στην περιοχή αυτή και που τον καλεί να τον επισκεφτεί. Το 1926 πραγματοποιεί το πρώτο (και μοναδικό) ταξίδι του στην Αφρική, πηγαίνοντας στην Αίγυπτο. Μαγεύεται από την ιστορία, τα τοπία, τον πολιτισμό, τον λαό. Το 1932 γράφει ένα σενάριο για τον προφήτη Μωάμεθ (δημοσιεύτηκε στο Regard crétois, τεύχος 15/Ιούλιος 1997). Το 1939 γράφει : Την Ανατολή λαχταρίζω, έναν περίπατο στον Τίγρη και στον Ευφράτη, μια ανάβαση στο Θιβέτ, μια εκδρομή στην κεντρώα Αφρική. Εκεί είναι τα πλούτη τα μεγάλα, εκεί είναι χιλιάδες στίχοι… Πρέπει, πρέπει να πάω…
Η επαφή του με τον αφρικανικό πολιτισμό είχε αρχίσει από το 1922, όταν μαζί με την ποιήτρια Ραχήλ Λιπστάιν επισκέφτηκε το Εθνογραφικό Μουσείο του Βερολίνου. Θαυμάζουν τις αφρικανικές μάσκες. Η Ραχήλ γράφει : Ο Νίκος μοιάζει με αυτόν το γονατισμένο αφρικανό… «-Είμαι κι εγώ ένας ζητιάνος στους δρόμους του κόσμου», συνήθιζε να λέει. Και καταλήγει : Ο Νίκος Καζαντζάκης με έκανε να ανακαλύψω το μυστικό των αφρικανικών μασκών. Αργότερα, το 1931, επισκέπτεται επανειλημμένα, μαζί με τη σύντροφό του Ελένη, την Αποικιακή Έκθεση στο Παρίσι. Συγκλονίζεται από την αφρικανική τέχνη και αντλεί έμπνευση από αυτήν. Ας σημειώσουμε, επίσης, ότι αφού διάβασε τους 40 τόμους για την Αφρική του γερμανού ανθρωπολόγου Leo Frobenius, μετέφρασε στα ελληνικά το παραμύθι Φαρ-λι-μας και το δημοσίευσε στη λογοτεχνική επιθεώρηση της Αθήνας, Κύκλος (Δεκέμβριος 1931).
Σε τέσσερα από τα βιβλία του, αναφέρεται στην Αφρική. Οδύσσεια : Μετά την αναχώρηση του Οδυσσέα από την Κρήτη, όλη η ιστορία του μέχρι και το θάνατό του εκτυλίσσεται στην Αφρική (ραψωδίες Ι-Ω). Το έργο περιέχει πολυάριθμους αφρικανικούς μύθους, δοξασίες, οράματα και τελετουργίες. Η μαύρη Αφρική παρουσιάζεται από τον Καζαντζάκη ως ένας τόπος ανανέωσης, αναγέννησης του κόσμου. Στον τόπο αυτόν ακριβώς τοποθετεί ο Οδυσσέας την ιδανική πολιτεία του. Τόντα-Ράμπα : Ο τίτλος του μυθιστορήματος αυτού αντιπροσωπεύει το όνομα ενός μαύρου αφρικανού που παίζει βασικό ρόλο στο έργο. Αναφορά στον Γκρέκο : μιλάει επανειλημμένα για την Αφρική. Κατά την πρώτη του συνάντηση με τη φίλη του Ίτκα Χόροβιτς στο Βερολίνο, εκείνη τον είχε πάρει για αφρικανό, όπως ισχυρίζεται : Στράφηκε, μού ’ριξε μακρόσερτη ερευνητική ματιά, σα να ’μουν μάσκα. –Αφρικανός ; με ρώτησε. Γέλασα. –Όχι ολόκληρος, αποκρίθηκα· μονάχα η καρδιά. Ταξιδεύοντας-Αίγυπτος : δίνει λεπτομέρειες για την αραβοαφρικανική καταγωγή του, τον πολιτισμό και τον αιγυπτιακό λαό.
Εκτός από αυτά τα βιβλία, στα γράμματά του προς διάφορους αποδέκτες αναφέρει συχνά την Αφρική, κάνοντας λόγο για την ανακάλυψη και σημασία των αφρικανικών πολιτισμών και λαών.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε πειστεί ότι η Ευρώπη όδευε προς την αποσύνθεση και ότι το μέλλον θα ανήκε στην Ανατολή και την Αφρική. Το 1922, όταν επισκέπτεται το Εθνογραφικό Μουσείο του Βερολίνου, μπροστά στις αφρικανικές μάσκες, είναι κατηγορηματικός: Η Αφρική θα ξυπνήσει…(βλέπε παρακάτω το γράμμα της Ραχήλ Λιπστάιν). Δυστυχώς η πρόβλεψή του δεν επαληθεύτηκε.
Όταν ο Νίκος το 1922, ανακάλυψε τα μυστικά των αφρικανικών μασκών
που είχαμε δει μαζί στο Εθνολογικό Μουσείο, αναφώνησε: «Η Αφρική θα ξυπνήσει!»
Σημείωση: Είναι η πρώτη φορά που μελετάται το σημαντικό ζήτημα της σχέσης του Καζαντζάκη με την Αφρική. Για περαιτέρω διερεύνηση, η Εταιρεία μας έχει προγραμματίσει στρογγυλή τράπεζα με θέμα: «Ο Καζαντζάκης, η Μεσόγειος και η Αφρική» που θα λάβει χώρα στις 18 Φεβρουαρίου 2010 στην Αθήνα.
Περιοδική έκδοση της Αδελφότητας Κρητών Ρόδου «Ο Ψηλορείτης»,
τεύχος 76, Νοέμβριος 2009-Ιανουάριος 2010
Γιώργος Στασινάκης, Ιωάννα Κατρατζάνη